- φιτιαλεις
- φιτιαλεῖς-έων οἱ (лат. fetiales) фециалы (жреческая коллегия, ведавшая в древнем Риме вопросами внешних сношений) Plut.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Φιτιαλείς — οἱ, Α βλ. Φετιάλιοι … Dictionary of Greek
Φετιάλιοι — και Φιτιάλιοι και Φιτιαλεῑς και Φητιαλεῑς, οἱ, και τ. εν. Φητιάλιος, ὁ, Α (στη Ρώμη) σώμα 20 ιερατικών αξιωματούχων που ήταν επιφορτισμένοι με τη διαχείριση διαφόρων θεμάτων διεθνών σχέσεων. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. Fetiales «ειρηνοποιοί, αυτοί που… … Dictionary of Greek